Εδώ και κάποιο καιρό μου έχει προκύψει ένας σοβαρός προβληματισμός σχετικά με τα τεκταινόμενα στην πολιτική μας ζωή. Ο προβληματισμός αυτός πηγάζει από ένα γνωστό φιλοσοφικού τύπου ερώτημα :»Μας κυβερνούν όντως αυτοί που μας αξίζουν;». Από κάποιας δεδομένης απόψεως σίγουρα, μιας κι εμείς τους εκλέγουμε, δηλαδή επιλέγουμε ποιος θα μας εκπροσωπήσει στη βουλή που αποτελεί το εργοστάσιο παραγωγής, προαγωγής και μορφοποιήσεως της σύγχρονης μορφής της δημοκρατίας. Πρέπει όμως, άραγε, να εκλέγονται με απλή ή με ενισχυμένη αναλογική; Πολύ επιστημονικό αλλά και με άπειρες θεωρητικές το θέμα και «σηκώνει» πολύ φιλολογία. Ας προσπαθήσω όμως να κάνω μία αναλογική προσέγγιση, από την οπτική του ανθρώπου που αναλύει με τη δική του θεώρηση ένα ανθρωποκεντρικό κοινωνικό σύστημα.

Τόσο τα βιώματα της απλής καθημερινότητάς μου, όσο και το σύνολο των ως τώρα κοινωνικών μου εμπειριών, μου έχουν διδάξει (ίσως και λάθος) ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αδυνατεί να αναγνωρίσει στον διπλανό του τα αντικειμενικά του δικαιώματα. Έτσι, ο εαυτός μου πάντοτε φέρει «αυξημένες» δόσεις δικαιωμάτων και «μειωμένες» δόσεις υποχρεώσεων. Ακόμα κι αν κανείς αρνηθεί εκ πρώτης όψεως το παραπάνω, σίγουρα θα έχει συλλάβει τον εαυτό του επί παραδείγματι να θεωρεί ως απόδειξη αθώωσης (ελαφρυντική δικαιολογία) κάθε του αιτιολόγηση, ενώ ένδειξη καταδίκης (ασυνάρτητες αερολογίες και προφάσεις) τις αιτιολογήσεις του άλλου. Δεν είναι λίγες οι καθημερινές και απλές περιπτώσεις κατά τις οποίες θεωρώ τον εαυτό μου άμεμπτο και ηθικό όταν πχ. δεν είπα καλημέρα στον γείτονά μου, ενώ αντίστοιχα τον εξύβρισα χυδαιότατα και είτε σιωπηλά, μέσα στο μυαλό μου αλλά και είτε σε συζητήσεις με άλλους, όταν ο εκείνος δεν το έκανε αντίστοιχα.

Δημιουργώ κοινωνικές ομάδες: φιλικές, επαγγελματικές, οικογενειακές, αθλητικές, μουσικές κλπ. Στις ομάδες αυτές προσπαθώ να καλύψω τις δικές μου ανάγκες, παραγκωνίζοντας τις περισσότερες φορές τις ανάγκες των άλλων και της ομάδας συνολικά. Και αφού καλύψω τις ανάγκες μου σε μεγάλο βαθμό, κάνω τη χάρη να πετάξω ότι μου περισσεύει και στους άλλους. Όταν δε, χορτάσει όλη η ομάδα, έρχεται ο καιρός να δείξει το κοινωνικό της πρόσωπο. Φτιάχνω ομίλους και τρέχω να σώσω τη χελώνα καρέτα-καρέτα (τυχαίο παράδειγμα) και τις φώκιες της Ανταρκτικής (και άλλο τυχαίο παράδειγμα).

Τελικά, η δική μου κρίση δεν εμφανίζει μία διαδικασία «αυξημένης» αναλογικής στην κοινωνική μου αντίληψη και στη λήψη αποφάσεων; Εγώ δεν μεροληπτώ προκειμένου να διασφαλιστεί το συμφέρον μου; Εγώ δεν βασίζομαι στο «φαίνεσθαι» και όχι στο «ποιείν» στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, προκειμένου να κερδίσω την κοινωνική εύνοια; Εγώ δεν κατηγορώ σιωπηλά, σε μία ενδόμυχη τελετουργία εξορκισμού του κακού, όλους τους άλλους, πάντοτε για να γλιτώσω από ενοχές που πατούν πάνω στο κεφάλι μου σαν παπούτσι Νο48 σε κάθε κίνησή μου; Τελικά, η αυξημένη αναλογική του εγωισμού μου δεν είναι αυτή που οδηγεί το χέρι στην κάλπη για να υποστηρίξει την αυξημένη αναλογική της πολιτικής μου έκφρασης;

Γιατί όμως πάντα όλα να γυρίζουν σε μένα; Άσε καλύτερα, δεν είναι ώρα για να αναλωθώ στην διασπορά των συλλογικών ευθυνών (καταμερισμός των ευθυνών) και κοινωνικές ιδεολογίες (συνισταμένη πορεία των ατομικών ευθυνών). Ας ακολουθήσω τη νέα «κοινωνική» μόδα που επιτάσσει τον αφοριστικό διαχωρισμό μου από το σύνολο, την αποκοπή από τα κοινά, βροντοφωνάζοντας «όλοι είναι καθάρματα, όλοι τους, εκτός από εμένα». Δεν υπάρχει άνθρωπος, υπάρχει «εγώ»… Και αυτοί συνεχίζουν τη δουλειά τους, δηλαδή να ενισχύουν την ήδη ενισχυμένη αναλογική της πολιτικής εκλογικής διαδικασίας. Κι εγώ προφανώς συνεχίζω απτόητος τη δική μου, δηλαδή να ενισχύω την ήδη ενισχυμένη εσωτερική αναλογική της εξατομίκευσης και εσωστρέφειας.

«Ο Άνθρωπος την κοινωνία κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσην εποίησεν»